Ο καφές
Μπουνάτσα. Λαδιά όπως τη λέν’ οι ντόπιοι . Ο αέρας είχε πέσει. Tα σύννεφα άγγιζαν τον ορίζοντα
της θάλασσας. Η μάνα ζύμωνε μέσα κι η
μυρωδιά του προζυμιού έδινε το σήμα πως μια νέα μέρα ξεκινά.
Η κυρά Κατίνα , μάνα ενός παλικαριού και μιας τσούπας όπως μ’ έλεγε
ήτανε εργάτρια στις σταφιδαποθήκες . Κουβάλημα, καθάρισμα , πακετάρισμα . Στα
δεκαέξι της έκανε εμένα, την Αθηνά. Η ζωή της όλη, οι άλλοι. Μα απόλαυση της ήταν το μαγείρεμα.
Το σπίτι δεν σταματούσε να μοσκοβολάει απ τα φαγητά. Η κουζίνα ήταν το βασίλειο
της. Κάθε χρόνο την ίδια μέρα η κυρά Κατίνα φορώντας μια λευκή ποδιά γεμάτη
λαδιές ζύμωνε. Δεν άφηνε κανέναν να μπει στην κουζίνα . Έλεγε ‘’Σήμερα δε θα μιλήσει κανείς. Σήμερα
σκέφτομαι τον Αντρίκο μου’’. Κάθε τέτοια μέρα , του έψηνε τον ελληνικό του,
ζύμωνε ψωμί και τηγάνιζε τηγανίτες με μέλι . Έτσι γιορτάζαμε εμείς τα γενέθλια
μας. Έτσι γιόρταζε κι η μάνα μου τον Αντρέα μας. Κι ας έλειπε. Κι ας μην το μάθαινε ότι τον γιορτάσαμε κι
εφέτο.
‘’Πάλι ρε μάνα τα ίδια;’’ ρωτούσα
‘’Εσύ κάμε τη δουλειά σου κι άσε
με ‘μένα’’ απαντούσε η μάνα
‘’ Μην τον μνημονεύεις άλλο ρε
μάνα, για καλό πήγε εκεί’’
‘’ Μάνα θα γίνεις κι όλο θα
ψάχνεις τρόπους τα παιδιά σου μαζί σου να ναι. Κι όλο θα θες να τα βλέπεις και
να τα ευχαριστείς. Κι όλο θα θες να σου δίνουν κανά φιλί . Κι όλο θα θες να σου
ρχονται δω στην αυλή και να σου λένε ‘’Γειά
στα χέρια σου ρε μάνα’’ . Γι αυτό το
μάνα γίνονται όλα κόρη μου’’.
Φέτος , θα ήταν τα 5α γενέθλια που γιορτάζαμε
μακριά απ’ τον Αντρίκο μας. Στα 25 του ακριβώς, χαιρέτησε την οικογένεια και
ξεκίνησε να βρει την τύχη του στα ‘’ξένα’’ . Είχε αλλάξει πόλεις πολλές. Όλες
όμως η μάνα τις έλεγε ‘’Ξένα’’ . ‘’ Ότι είναι μακριά από δω είναι ξένα’’ ,
έλεγε. Ο Αντρέας ήταν ευαίσθητος και
ήρεμος. Δεν μιλούσε κι όλο παρατηρούσε. Σαν τη μάνα. Κάθε πρωί πίναν μαζί τον καφέ τους. Ελληνικό
σκέτο . Κι όλο κουβέντιαζαν . Για τη
μάνα δεν ήταν δύσκολο μονάχα ότι έφυγε , αλλά ότι δεν μπόραγε ν ακούσει τη φωνή
του. Γράμματα δεν ήξερε να του γράψει κι όταν της λέγαν να ετοιμάσουν ένα
γράμμα για τον Αντρέα τους κείνη το μόνο που λεγε ήταν ‘’Ας είναι καλά και να
ρθει γρήγορα’’. Ύστερα κοιτούσε το χαρτί και το στυλό λες και φταίγαν αυτά που
δεν άκουγε τη φωνή του γιού της.
Καθώς ζύμωνε , θυμήθηκε την πρώτη
και τελευταία φορά που του ‘γραψε. Μόνη της . Πήρε μια λευκή κόλλα χαρτί κι ένα
στυλό. Το καντηλάκι έκαιγε , ήταν γιορτή , της Παναγίας. Καθισμένη στην ξύλινη
καρέκλα της κουζίνας πλάι στην πόρτα σκεφτόταν. Έψαχνε να βρει τι θα του
γράψει. Πως θα του γράψει. Πόσες λέξεις θα του γράψει. Ποιες λέξεις θα του
γράψει. Το σχολείο το σταμάτησε στην Τρίτη δημοτικού. Να διαβάσει μπορούσε .Να
γράψει δύσκολα. Τα κοιτούσε και ήξερε πως είναι η μόνη της ελπίδα να τον φέρει
κοντά της. Πίστευε πως το γράμμα θα πάει . Πίστευε πως ο γιος της θα γυρίσει.
Έστω να πιούν έναν καφέ στην αυλή. Όμως δεν έγραφε. Πήρε τον φάκελο και τον
γέμισε με ελληνικό καφέ. Ύστερα πριν σαλιώσει το φάκελο έριξε ένα φύλο απ τη
λεμονιά που είχαν στην αυλή τους ,τον πήρε
και τον έκρυψε στη ρόμπα της, όπως κάνει κάποιος όταν θέλει να κρύψει
ένα μεγάλο μυστικό. Το σκυθρωπό της πρόσωπο άλλαξε όψη. Είχε έρθει ένα βήμα πιο
κοντά στην συνάντηση τους. Υπέγραψε ‘’ Κατίνα η μάνα σου’’. Πήρε έναν φάκελο από
το συρτάρι με τους έτοιμους φακέλους που είχα για να στέλνω τα γράμματα στον
Αντρέα και συμπλήρωσε ‘’ Στον γιό μου Αντρίκο’’ . Μήνες ολόκληρους περίμενε
μιαν απάντηση. Κάθε πρωί κοιτούσε στο δρόμο να δει μήπως έρχεται. Όταν άκουγε
τον ταχυδρόμο έβγαινε έξω στο μπαλκόνι και περίμενε ν ακούσει τ όνομα της. Σκεφτόταν ότι μόλις ο Αντρέας λάβει το γράμμα
, θα φτιάξει έναν καφέ και στην πρώτη γουλιά θα θυμηθεί τη μάνα του. Θα πάρει
στυλό και χαρτί και θα της γράψει με γράμματα όλα όσα δεν μπορεί να πει με τη
φωνή του. Αν βέβαια έχει γίνει μεγάλος και τρανός κι έχει βγάλει και κανέναν
παρά , μπορεί να ρθει στην αυλή τους να γιορτάσουν μαζί τα γενέθλια του φέτος.
Φανταζόταν τη μέρα που θα τον άκουγε να της φωνάζει πάλι απ τη γωνία ‘’ Μανααα.
Εγώ είμαι.’’ Κι ήξερε η μάνα όταν άκουγε αυτή τη φράση ότι έπρεπε να βάλει τον καφέ στη χόβολη.
Ύστερα σκεφτόταν θα τον αγκάλιαζε και σα να μην είχε φύγει ποτέ θα κουβέντιαζαν
και πάλι. Ήθελε να μάθει για τα μέρη που πήγε ο κανακάρης της. Μα καμιά
απάντηση απ το γιο της. Κανένα σημάδι επικοινωνίας. Δε ρώτησε και δεν έμαθε
ποτέ γιατί. Λες και φοβόταν να μάθει .
Δεν τ άρεσε πολύ
του Αντρέα μας να τηλεφωνεί. Δεν ήθελε λέει να ακούνε τ άλλα καράβια τη
συζήτηση. Άσε που τον ενοχλούσε να λέει ‘’έτοιμος’’ σε κάθε τέλος της πρότασης
του , του έκοβε τη σκέψη έλεγε. Ενώ στο γράμμα; Δεν τον έκοβε κανείς. Αν και
δεν έλεγε πολλά. Σαν τη μάνα. Έπρεπε να ψάχνουμε πίσω απ τις λέξεις να βρούμε
τι θέλει να μας πει. Τα χρόνια περνούσαν κι ανά 1 με 2 μήνες περίμενε νέα γράμματα κι εγώ
της τα ‘φερνα :
‘’ Οικογένεια βρίσκομαι τώρα σ ένα καράβι κι 1 μήνα βλέπω μόνο ουρανό και θάλασσα. Είναι καλά. Ο φάκελος έχει κάτι λεφτά. Η μάνα πως είναι; Πείτε της να πιεί στην υγειά μου τον καφέ μας. Μαζεύω λεφτά. Δεν θα ρθω εφέτο’’. Και δεν ήρθε εφέτο. Δεν ήρθε ούτε του χρόνου. Το ίδιο γράμμα άκουγε η κυρά Κατίνα τους τελευταίους 5 μήνες. Τα ίδια γράμματα. Οι ίδιες λέξεις. Κι έψαχνε από κει να θυμηθεί τη φωνή του γιού της.
‘’ Οικογένεια βρίσκομαι τώρα σ ένα καράβι κι 1 μήνα βλέπω μόνο ουρανό και θάλασσα. Είναι καλά. Ο φάκελος έχει κάτι λεφτά. Η μάνα πως είναι; Πείτε της να πιεί στην υγειά μου τον καφέ μας. Μαζεύω λεφτά. Δεν θα ρθω εφέτο’’. Και δεν ήρθε εφέτο. Δεν ήρθε ούτε του χρόνου. Το ίδιο γράμμα άκουγε η κυρά Κατίνα τους τελευταίους 5 μήνες. Τα ίδια γράμματα. Οι ίδιες λέξεις. Κι έψαχνε από κει να θυμηθεί τη φωνή του γιού της.
Οι μήνες περνούσαν και η μάνα εκεί, όλο τραγούδαγε και
μαγείρευε. Φτιάξαμε και το μαγαζί κι έγινε αυτό τώρα το κέφι της. Ο ‘’Ναύτης’’
μας. Η καλύτερη μαγείρισσα της πόλης. Σ όλο το μήκος του λιμανιού τραπέζια
γεμάτα. Όλοι να ρωτάνε ‘’ Τι καλό έχει σήμερα η κυρά Κατίνα;’’ . Εκείνη, όλο να
γεμίζει τις τεράστιες κατσαρόλες της με ένα σωρό φαγιά. Δε μιλά πολύ η μάνα
αλλά κοιτά πάντα στα μάτια και χαμογελά. Και τραγουδά. Πάντα σιγοτραγουδά
:
‘’Όλα τα
πουλάκια, κι αμάν-αμάν,
όλα τα
πουλάκια ζυγά-ζυγά,
τα χελιδονάκια
ζευγαρωτά.
Το ’ρημο τ’
αηδόνι το μοναχό
περπατεί στους
κάμπους με τον αϊτό.
Περπατεί και
λέει και κελαηδεί..’’
Σ αυτά τα γενέθλια του είχε
αποφασίσει να του πει κι αυτή μια κουβέντα. Να βρει μια φράση να του γράψουν
και να τη στείλουν. Κι έψαχνε όλο το πρωί καθώς ζύμωνε και κοσκίνιζε τ αλεύρι
αυτή τη φράση. Όμως ήξερε πως δεν τα λεγε καλά. Πως κάτι θα ξέχναγε. Κι ήθελε
αυτή τη φορά να τα κάνει όλα σωστά. Όλα αυτά τα χρόνια έψαχνε αυτή τη σωστή
φράση. Αφού το γράμμα της δεν είχε απάντηση έπρεπε να βρει τη σωστή κουβέντα να
του πει. Το προζύμι φούσκωνε και η ώρα περνούσε. Ο φούρνος είχε ζεσταθεί αρκετά
και σε λίγο θα πασπάλιζε τα καρβέλια με σουσάμι. Σήμερα στα γενέθλια του, θα τη
ρωτούσα πάλι:
‘’Μάνα θες να πεις κάτι στον
Αντρίκο μας; Περιμένει μια σου κουβέντα. Όλο ρωτάει για σένα. ‘’ Εφέτο όμως θα
έπρεπε να χει βρει μια κουβέντα. Να βρει αυτή την κουβέντα. Φούρνισε το ψωμί ,
ετοίμασε τις τηγανίτες κι έψησε τον καφέ. Έπρεπε να αποφασίσει. Η ποδιά δεν
είχε πια μόνο λαδιές. Το κάτασπρο αλεύρι είχε καθίσει πάνω στο λαδωμένο ύφασμα και είχε καλύψει τους λεκέδες. Ήταν και πάλι
το χρώμα της λευκό. Περίμενε. Η ώρα όμως της φαινόταν να μην περνάει. Ήθελε να
γράψουν το γράμμα. Είχε ετοιμάσει τη λευκή κόλλα και το στυλό.
‘’Αθήνα , Αθηνά ξύπνα. Ξύπνα κόρη
μου κι έλα στην κουζίνα. Σήμερα θέλω να μου γράψεις ένα γράμμα για τον Αντρέα
μας. Θέλω κόρη μου να πάρεις το στυλό και τη λευκή κόλλα και να γίνεις η μιλιά
μου. Όμως ξύπνα γρήγορα.’’ Πετάχτηκα απ το κρεβάτι. Χρόνια ολόκληρα την παρακαλούσα
γι αυτό που τώρα μόνη της αποφάσισε. Καθίσαμε στην ξύλινη τραπεζαρία με τις
ψάθινες καρέκλες.
-
Σ ακούω μάνα
-
Αντρίκο εγώ είμαι η
μάνα σου παιδί μου. Χρόνια πολλά αγόρι μου να σαι καλά λεβέντη μου εκεί .Σου χω
φτιάξει ψωμί και τηγανίτες ζεστές . Έχει κύμα η θάλασσα παιδί μου ; Έχει
μαΐστρους ; Εδώ συνέχεια βοριάδες έχει αυτή την εποχή. Λάδι η θάλασσα αγόρι μου
. Η λεμονιά αρρώστησε κι ήρθαν και μου την κλάδεψαν λένε θα αργήσει να βγάλει
λεμόνια. Τώρα τ αμπέλι αρρώστησε και του βάνουν φάρμακο. Η αυλή κάθε μέρα γιομίζει
φύλλα και τα σκουπίζω. Ανησυχώ για τη λεμονιά ελπίζω γρήγορα να γίνει καλά και
να κάνει λεμόνια πράσινα απ αυτά που σ άρεσαν θυμάσαι ε ; Αντρέα ο καφές σου σε
περιμένει ζεστός παιδί μου σκέτος .
Έριξε 3 κουταλιές ελληνικό καφέ μέσα στο φάκελο και τον
κλείσαμε.
Είχε αδύναμη καρδιά η μάνα σαν
τον Αντρίκο μας. Σκυλί στη δουλειά, όμως με αδύναμη καρδιά. Δυο μήνες μετά δεν
άντεξε και ένα πρωινό τη βρήκα στο κρεβάτι της. Είχε αναμμένο όπως κάθε βράδυ
το κόκκινο φωτάκι στο εικονοστάσι. Είχε τη φωτογραφία του μαζί με την εικόνα
της Παναγίας. Όμως η μάνα δε ρώτησε και δεν έμαθε ποτέ γιατί.
Φοβόταν να μάθει.
Φοβόταν να μάθει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου