Ας παίξουμε !

Να γράψω μια ιστορία. Δεν χρειάζεται να λέω τι αισθάνομαι. Δεν μας νοιάζει τι αισθάνεσαι.

Κάποτε, μια φορά και έναν καιρό, χθες, πριν λίγη ώρα, τότε.... υπήρχε ένας ήρωας. Ένας ήρωας που δεν γνώριζε ότι θα γίνει  ήρωας. Και γιατί να γίνει άλλωστε; Του άρεσε να κάνει βόλτα στη θάλασσα όπως στους περισσότερους. Πάντα μετά το φαΐ νύσταζε όπως οι περισσότεροι. Λάτρευε να κοιμάται σε καθαρά σεντόνια μετά το μπάνιο όπως αρέσει σ όλους. Ή μάλλον έτσι νόμιζε. Ότι ήταν ίδιος με όλους. Του άρεσε να μοιάζει με τους άλλους , να βρίσκει κοινά , να ψαχουλεύει τις αντιθέσεις. Όμως τι έκανε αυτός ο ήρωας και γράφω μια ιστορία γι αυτόν. Ξέρω ποιος είναι; Τον έχω ορίσει; Αυτός ο ήρωας σ όλη του τη ζωή ήθελε να κάνει ένα ταξίδι μόνος του. Έλεγε πάντα ''ωραία η παρέα όμως ο εαυτός μου , με ιντριγκάρει , ξέρω πως είναι κάτι άγνωστο για μένα'' . Ποτέ όμως δεν το έκανε.

Κάθε μέρα έπαιρνε το τρόλει. Την ίδια γραμμή. Την ίδια ώρα. Καθόταν στην ίδια θέση και χτυπούσε το εισιτήριο 3 λεπτά αφού ξεκινήσει το τρόλει. Δεν μιλούσε ποτέ σε κανέναν μόνο κοιτούσε. Κοιτούσε στα μάτια. Έψαχνε συνεχώς να συναντηθεί το βλέμμα του με κάποιου άλλου και όταν αυτό γινόταν έμενε εκεί μέχρι ο άλλος να πάρει το βλέμμα πρώτος. Μου έκανε εντύπωση η επιμονή του. Όταν επέλεγε το βλέμμα που ήθελε να αντικρίσει έμενε εκεί μέχρι να το πείσει να τον κοιτάξει. Υπήρξαν πολλοί που προσπάθησαν να αποφύγουν το βλέμμα του. Άλλοι έκαναν πως ακούν μουσική - μην έχοντας βάλει κανένα κομμάτι να παίζει - κάποιοι άλλοι έκαναν πως κοιτούν απ έξω , παρ' όλο που το βλέμμα τους έψαχνε μέσα απ το τζάμι να δει αν ο ήρωας εξακολουθεί να τους κοιτάει.

Ως τότε δεν με είχε δει. Δεν είχε δει το βλέμμα που το κατασκόπευε. Ήξερα βέβαια που έπρεπε να κάτσω ώστε να κρυφτώ σωστά. Μια μέρα όμως , μπήκα τόσο γρήγορα στο τρόλεϊ που έχασα τη θέση μου και βρισκόμουν στο οπτικό του πεδίο. Ήμουν έτοιμη να τον αντιμετωπίσω. Είχα συνηθίσει από βλέμματα ανθρώπων που κοιτούν χαμηλά . Ή από κείνα που δεν προλαβαίνουν να συναντηθούν και αλλάζουν πορεία. Ή από τα άλλα που συναντιούνται κάποια στιγμή. Ήταν τότε που ήμουν σίγουρη  , απόλυτα σίγουρη πως είχα πραγματικά συναντήσει αυτό το βλέμμα. Κι όμως στην πορεία της διαδρομής μπερδεύτηκαμε με άλλα και κάπως χάθηκαμε. Έλεγα λοιπόν στο εαυτό μου ''Έλα ξέρεις να τα αντιμετωπίζεις αυτά. Κοίτα κατάματα και μη φοβάσαι. Μη νιώθεις αμήχανα. Ένας άγνωστος είναι που ζητιανεύει βλέμματα. ''

 Οι στάσεις περνούσαν και η ατμόσφαιρα γινόταν ασφυκτική . Ο κόσμος είχε γεμίσει το τρόλεϊ τόσο που το πίσω μέρος είχε κάτσει. Ίσα που μπορούσε να τσουλήσει στην άσφαλτο. Προσπαθούσα να μην χάσω το βλέμμα του. Κοιτούσα συνεχώς να δω που κοιτάει. Όμως τον έχανα. Έσπρωχνα τους επιβάτες ώστε να πλησιάσω. Μια γιαγιά - απ αυτές που μπαίνουν στο τρόλει έτσι για να τσακωθούν - άρχισε να με βρίζει γιατί λέει της κλότσησα μια σακούλα με πορτοκάλια. Δεν την άκουγα. Κοίταζα μόνο το βλέμμα του. Με κοιτάει. Τώρα; Εμένα ή τον δίπλα; Ήμουν έτοιμη να σταθώ μπροστά του και να δεχθώ το βλέμμα του. Δεν γινόταν να το αναβάλλω. Σήμερα έπρεπε. Η γιαγιά έβριζε και γω έσπρωχνα. Σηκώθηκε . Πάτησε το στοπ. Έπρεπε να τον προλάβω πριν κατέβει. Έπρεπε σήμερα και όχι αύριο. Έπρεπε τώρα και όχι μετά. Είχα μάθει μόνο τ άλλα τα βλέμματα. Αυτά τα γρήγορα - τα βιαστικά, τα χωρίς ουσία . Αυτά με το σχόλιο ή εκείνα με τα υπονοούμενα . Δεν είχα συναντηθεί με ένα τέτοιο όμως. Και έπρεπε σήμερα. Συνέχιζα να πλησιάζω μέχρι που ανοίγει η πόρτα , τον βλέπω να προχωράει , προχωράω κι εγώ δίπλα του και λίγο πριν κατέβω νιώθω ένα χέρι να με ακουμπάει. Ένα βήμα πριν κατέβουμε στην ίδια στάση. Τριάντα δευτερόλεπτα πριν βρεθώ μπροστά του , ένα χέρι, ένα άγνωστο , αδιάφορο ένα καταραμένο χέρι , μου έκλεψε το πορτοφόλι. ¨Έπρεπε σήμερα - όχι αύριο! Έπρεπε τριάντα δευτερόλεπτα πριν- όχι τριάντα δευτερόλεπτα μετά!  

Όμως η πόρτα έκλεισε . Εγώ φώναξα μ όλη τη δύναμη της φωνής μου . Όχι δεν φώναξα. Τσίρηξα. Τσίρηξα  τόσο που πετάχτηκε η φλέββα στο μέτωπο μου . Τόσο που βράχνιασα . Φώναξα τη λέξη ''κλέφτης'' σα να βρίσκομαι στο κρεβάτι της ηδονής και να ουρλιάζω '' Τελειώνω''.  Τότε .  Όχι τριάντα δευτερόλεπτα πριν ούτε τριάντα δευτερόλεπτα μετά συνάντησα το βλέμμα του. Στεκόταν ακριβώς μπροστά μου. Η πόρτα τού είχε κλείσει το ένα χέρι καθώς προσπαθούσε να βγει. Συνάντησα το βλέμμα του και δεν το φοβήθηκα. Έμεινα να παίξουμε το παιχνίδι του- ''Ποιός θα πάρει πρώτος το βλέμμα του''. Και ήμουν εγώ . Έχασα. Κέρδισε. Κοίταξα αλλού. Πίστευα πως τίποτα δεν θα με κάνει να χάσω. Ούτε καν εκείνο το καταραμένο χέρι. Και ναι ήταν αυτό που μ έκανε να χάσω.  Ήταν το δικό του χέρι. Ήταν το ίδιο χέρι που κρατούσε το πορτοφόλι μου. Τα έμαθα λοιπόν κι αυτά τα βλέμματα. Αυτά που θέλουν κάτι από σένα. Που θέλουν οτιδήποτε δικό σου. Εγώ όμως θα συνεχίσω να ψάχνω για τ άλλα βλέμματα. Θα μένω . Υπόσχομαι την επόμενη φορά να μη χάσω. 

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις